The Greek adjective(Επίθετο): Ο πολύς, η πολλή, το πολύ (much, a lot)
Ενικός Αριθμός (Singular) |
|
Αρσενικό (Masculine) |
Θηλυκό (Feminine) |
Ουδέτερο (Neuter) |
Ονομαστική | ο πολύς |
η πολλή |
το πολύ |
Γενική | του πολύ / πολλού |
της πολλής |
του πολύ / πολλού |
Αιτιατική | τον πολύ |
την πολλή |
το πολύ |
Κλητική | - |
- |
- |
Πληθυντικός Αριθμός (Plural) |
| Αρσενικό (Masculine) |
Θηλυκό (Feminine) |
Ουδέτερο (Neuter) |
Ονομαστική | οι πολλοί |
οι πολλές |
τα πολλά |
Γενική | των πολλών |
των πολλών |
των πολλών |
Αιτιατική | τους πολλούς |
τις πολλές |
τα πολλά |
Κλητική | - |
- |
- |